εξαιθερώ

εξαιθερώ
ἐξαιθερῶ, -όω (Α) [αιθήρ, -έρος]
μετατρέπω σε αιθέρα («ὑπὸ τοῡ πυρὸς ἐξαιθερωθείς», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συνεξαιθερώ — έω, ΜΑ μεταβάλλω σε αιθέρα, εξαερώνω μαζί («τὰ τῶν νεκρῶν σώματα ἔκαιον συνεξαιθεροῡντες αὐτά», Ιω. Λυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξαιθερῶ «μεταβάλλω σε αιθέρα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”